- φροκάλισμα
- το, -ατοςτο σκούπισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φροκάλισμα — το, Ν [φροκαλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φροκαλίζω … Dictionary of Greek
φροκάλημα — το, Ν [φροκαλώ] φροκάλισμα … Dictionary of Greek